ἐπικαταράτους

ἐπικαταράτους
ἐπικαταρά̱τους , ἐπικατάρατος
accursed
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρίας — Όνομα που πέρασε στην ελληνική μέσω των ευρωπαϊκών γλωσσών, για να δηλώσει το άτομο που δεν ανήκει σε κάποια κοινωνική τάξη. Προέρχεται από το ινδικό paraiyan που σημαίνει σκλάβος και αναφέρεται σε καταπιεσμένη κάστα και πληθυσμό της Νότιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”